προμηθευτικός

προμηθευτικός
-ή, -ό / προμηθευτικός, -ή, -όν, ΝΜ [προμηθεύω]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια
2. αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό γραφείο)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προμηθευτικά
αμοιβή ή κέρδος προμηθευτή
4. φρ. «προμηθευτικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός από τον οποίο τα μέλη του προμηθεύονται τα αναγκαία αγαθά σε τιμή κόστους
μσν.
αυτός που προβλέπει, που προνοεί.
επίρρ...
προμηθευτικῶς Μ
κατά τρόπο προνοητικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προμηθευτικός — using forethought masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή. 2. αυτός που αναλαμβάνει την προμήθεια: Προμηθευτικός συνεταιρισμός δημόσιων υπαλλήλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προμηθευτικόν — προμηθευτικός using forethought masc acc sg προμηθευτικός using forethought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμηθευτικῶς — προμηθευτικός using forethought adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χορηγία ή στο χορηγό, παροχικός, προμηθευτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”